- ναυπηγοῦ
- ναυπηγέωto be a shipbuilderpres imperat mp 2nd sg (attic)ναυπηγέωto be a shipbuilderimperf ind mp 2nd sg (attic)ναυπηγόςshipbuildermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναυπηγία — η (Α ναυπηγία και ιων. τ. ναυπηγίη) [ναυπηγός] ναυπήγηση, κατασκευή πλοίων νεοελλ. 1. ναυπηγική τέχνη 2. (ειδικά) η επιστήμη τού ναυπηγού, ο κλάδος που πραγματεύεται θέματα σχετικά με τη ναυπήγηση … Dictionary of Greek
ναυπηγικός — ή, ὁ (Α ναυπηγικός, ή, όν) [ναυπηγός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναυπηγία ή αυτός που είναι κατάλληλος για τη ναυπηγία 2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η ναυπηγική και το ναυπηγικό α) η επιστήμη και η τέχνη τής σχεδίασης και κατασκευής… … Dictionary of Greek
σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek